Κριτικοί της Λογοτεχνίας

Συγκρίνοντας τη «Φόνισσα» και το «Έγκλημα και τιμωρία»


VS


Ο Α. Παπαδιαμάντης για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει και δημοσιεύει έργα  ξένων συγγραφέων στις εφημερίδες της εποχής. (βλ.«Το σκοτεινό τρυγόνι») Ιδιαίτερη θέση στο μεταφραστικό του έργο σε σχέση με το υπό εξέταση κείμενο της Φόνισσας έχει  και την μετάφραση του έργου του Ντοστογιέφσκι 'Εγκλημα και Τιμωρία. Η μετάφραση αυτή είναι βασισμένη, όπως φαίνεται, στη γαλλική μετάφραση του Ντερελύ. Ο Παπαδιαμάντης γράφει, και μεταφράζει, στην καθαρεύουσα. Αλλά η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, όπως παρατηρεί ο Α. Φ. Χρηστίδης «έχει μια διαφορετική "αντήχηση" από την "άλλη", αρχαιόπληκτη καθαρεύουσα. 'Ομως πώς; Η βυζαντινίζουσα καθαρεύουσά του ηχεί με έναν τρόπο σχεδόν μελωδικό, εκκλησιαστικά μελωδικό, … Αυτό είναι, ίσως, που αφαιρεί από την παπαδιαμαντική καθαρεύουσα τη "ρητορεία" που αναγκαστικά συνοδεύει μια μη ομιλούμενη, τεχνητή γλώσσα. Αλλά όχι μόνο αυτό. Στον Παπαδιαμάντη λειτουργεί η παραδοχή των ορίων της βασικής γλωσσικής του επιλογής, που αναιρεί την αντιπαλότητα δημοτικής-καθαρεύουσας. Η δημοτική είναι διάσπαρτη στο έργο του, και όχι μόνο στους διαλόγους, όπως είναι αναμενόμενο.
Σας διαβάζω, -λέει ο Α. Φ. Χρηστίδης- τώρα, ένα μικρό κομμάτι από το 'Εγκλημα και Τιμωρία, σε μετάφραση Παπαδιαμάντη: 
΄Ορθια ενώπιόν του, η γραία εσιώπα και τον ηρώτα διά του βλέμματος. 'Ητο εξηκοντούτις, μικρόσωμος και ισχνή, με μικράν σουβλερήν ρίνα και σπινθηροβολούντας εκ μοχθηρίας τους οφθαλμούς. Είχε την κεφαλήν ασκεπή, και η κόμη της, φαιά και λευκάζουσα, έστιλβεν εξ ελαίου. Ράκος φανέλλας περιετύλισσε τον λεπτόν λαιμόν της, μακρόν και λεπτόν ως πόδα όρνιθος. Με όλον τον καύσωνα έφερε επί των ώμων μαδημένην και κιτρινωπήν διφθέραν. 'Εβηχε δε αδιακόπως(ό.π., 17).
Το ντοστογιεφσκικό κείμενο ηχεί -και συνηχεί- εξαίσια μέσα στη νέα γλωσσική του πατρίδα. Στον πεζό ψαλμό της παπαδιαμαντικής καθαρεύουσας συναντιέται -και συντίθεται- η κοινή οδύνη που διαπερνά τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι και τον κόσμο του Παπαδιαμάντη. Και η δημοτική αναλαμβάνει τον ρόλο της εκεί όπου λογιότερες επιλογές θα "ψύχραιναν" την περιγραφή: "σουβλερήν ρίνα", "φανέλλαν", "μαδημένην". Αλλά αυτή η "οικείωση" του ντοστογιεφσκικού κειμένου από τον παπαδιαμαντικό λόγο -όπως διαμορφώνεται, δημιουργικά, μέσα στη νεοελληνική πραγματικότητα της διγλωσσίας- μοιάζει να αντηχεί και με άλλους, στενότερους ή ειδικότερους, τρόπους. Η ντοστογιεφσκική "γραία", στην παπαδιαμαντική απόδοσή της, συναντιέται, αφανώς, με τον χορό των "γραιών" που κυριαρχούν στο παπαδιαμαντικό έργο ως σημεία αναφοράς που συμπυκνώνουν την ανθρώπινη μοίρα. Προεξάρχουσα βέβαια η Φόνισσα, "γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της".
Ο μαθητής Γ. Χορόζογλου παρουσιάζει τον τρόπου με τον οποίο οι δύο ήρωες προσλαμβάνουν την αδικία:
«Η Φραγκογιαννού προτού ξεκινήσει τη φονική της δραστηριότητα εξέφραζε ήδη με εμφατικό τρόπο τα αρνητικά της συναισθήματα για τα κορίτσια κάθε φορά που άκουγε ότι κάποιο κορίτσι ήταν άρρωστο ευχόταν να πεθάνει αντί να θεραπευτεί. Η παροιμιώδης έκφραση που συνήθιζε η Χαδούλα να διατυπώνει «Σα σ’ ακούω», σήμαινε μακάρι, και συνόδευε κάθε άκουσμα ασθένειας κοριτσιού, εννοώντας «μακάρι να πεθάνει». Ενώ, δε δίσταζε να εκφράζει και με μεγαλύτερη σαφήνεια τις σκέψεις της, ευχόμενη να μη σώσουν τα ασθενή κορίτσια.
Η αρνητική αυτή διάθεση της ηρωίδας θα εξελιχθεί σταδιακά, φτάνοντας τη νύχτα που θα σκοτώσει την εγγονή της στην πεποίθηση πως ίσως θα έπρεπε οι άνθρωποι να βοηθούν το έργο του θανάτου, απαλλάσσοντας τις φτωχές οικογένειες από τα κορίτσια και τα κορίτσια από τη γεμάτη βάσανα ζωή που τα περίμενε. Η Φραγκογιαννού δηλαδή, θα διαπράξει το πρώτο της έγκλημα πιστεύοντας πως προσφέρει ευεργεσία τόσο στην κόρη της όσο και στην εγγονή της, την οποία γλίτωνε από μια ζωή δυστυχίας.
Η ηρωίδα βέβαια, δε θα κατορθώσει να ξεφύγει από τις τύψεις και τις ενοχές για την απεχθή πράξη της γι’ αυτό και θα ζητήσει ένα θεϊκό σημάδι ως έγκριση για την πράξη της. Η τυχαία συνάντηση με τα μικρά κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά θα ερμηνευθεί από τη Φραγκογιαννού ως το σημάδι που περίμενε και θα προχωρήσει έτσι σε μια ακόμη δολοφονική πράξη, συνεχίζοντας να πιστεύει πως διαπράττει κάτι το θεάρεστο.
Η Φραγκογιαννού, επομένως, εκλογικεύει τις αποτρόπαιες πράξεις της, ερμηνεύοντάς τες ως ευεργεσία απέναντι στις φτωχές οικογένειες, καθώς τις απαλλάσσει από τη δυσβάσταχτη υποχρέωση να προικίσουν τα κορίτσια τους. Η ηρωίδα δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι αφαιρεί ανθρώπινες ζωές και πως αυτό αποτελεί μια ανήθικη και εντελώς αντιχριστιανική πράξη, μιας και είναι πεπεισμένη πως η ζωή που περιμένει τα μικρά αυτά κορίτσια θα είναι μαρτυρική.
Τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι, ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είναι η απόλυτη ελευθερία και το κακό. Για τον Ντοστογιέφσκι, το πρόβλημα του ανθρώπου και της μοίρας του είναι κατεξοχήν πρόβλημα της ελευθερίας. Η μοίρα και η οδυνηρή πορεία του ανθρώπου καθορίζονται από την έννοια της ελευθερίας, που στέκεται στο κέντρο της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα. Με το πρόβλημα της ελευθερίας συνδέεται στενά το πρόβλημα του κακού και των εγκληματικών παρορμήσεων. Το κακό, από τη στιγμή που εκδηλώνεται στην πορεία της ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί χωρίς αυτήν. Η ελευθερία του καλού προϋποθέτει την ελευθερία του κακού. Ο άνθρωπος διανύει το δρόμο της ελευθερίας, αλλά αυτή η ελευθερία μεταβάλλεται σε δουλεία και καταστρέφει τον άνθρωπο, όταν αυτός δεν αναγνωρίζει τίποτε πάνω από τον εαυτό του. Όταν τα πάντα επιτρέπονται, τότε η ελευθερία υποδουλώνεται στον ίδιο της τον εαυτό. Κι αυτή η υποδούλωση σημαίνει την καταστροφή του ανθρώπου.
Η ελευθερία του Ρασκόλνικοφ, που θέλει να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια, προκαλεί τον εκμηδενισμό, την κατάπτωση, την υποδούλωσή του. Ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί ότι το κακό είναι ‘παιδί’ της ελευθερίας. Η χωρίς όρια ελευθερία οδηγεί στην αυθαιρεσία, η αυθαιρεσία οδηγεί στο κακό και το κακό στο έγκλημα. Το κακό και το έγκλημα εξετάζονται ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ως φυσική απόρροια της άλογης ελευθερίας του ανθρώπου. Η ύπαρξη του κακού μέσα στον κόσμο παίρνει στο Ντοστογιέφσκι θετικό νόημα. Η ύπαρξη του κακού είναι απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Αν ο κόσμος ήταν αποκλειστικά καλός και ακέραιος, τότε ο Θεός δεν θα ήταν αναγκαίος, γιατί ο κόσμος θα ήταν ήδη Θεός. Ο Θεός υπάρχει λοιπόν, επειδή υπάρχει το κακό.»
Αν και οι δύο χριστιανοί ορθόδοξοι οι συγγραφείς Α. Παπαδιαμάντης και Φ. Ντοστογιέφσκι αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τη θεοδικία, την τιμωρία δηλ. των ενόχων Φραγκογιαννούς και Ρασκόλνικοβ.
«Αρχικά και οι δυο ήρωες, η Φραγκογιαννού και ο Ρασκόλνικοβ καταβάλλονται από παρόμοια κίνητρα. Και στις δυο περιπτώσεις έχουν την πεποίθηση ότι οι φόνοι γίνονται με καλό σκοπό, αφού ως στόχο έχουν να απαλλάξουν τους συνανθρώπους του από βάρη. Η Φραγκογιαννού πιστεύει ότι διευκολύνει τις οικογένειες από τα περιττά έξοδα για τις προίκες των κοριτσιών και ο Ρασκόλνικοβ πιστεύει ότι θα παρέχει μια άνετη και ευχάριστη ζωη στην αδερφή του, στην μητέρα του και στον ίδιο. Τα κίνητρα εκτός από ιδεολογικά μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε και εγωιστικά. Επιπλέον, και οι δυο ήρωες νιώθουν τύψεις και ενοχές για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει και ο καθένας προσπαθεί να εξιλεωθεί με κάθε τρόπο.
Στη συνέχεια, αν και η προέλευση των εγκληματών είναι παρόμοια, το τέλος των ηρώων, διαγράφεται διαφορετικό. Ο κοινός παράγοντας της θείας πίστης που συνδέει του δυο ήρωες είναι αυτός που τους οδηγεί στο διαφορετικό τέλος. Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη είναι αυτή που, αφού έχει διαπράξει συνεχόμενους φόνους μικρών παιδίων και έχοντας την ψευδαίσθηση, ότι για όλους αυτούς τους φόνους έχει τη θεία συγκατάθεση, παρατηρούμε ότι τρέπεται σε φυγή προκειμένου να μη συλληφθεί. Ωστόσο η θεία δίκη για τη Φραγκογιαννού επέρχεται από τον Παπαδιαμάντη, αφού θέλει την ηρωίδα του να πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο που διέπραττε αυτή εγκλήματα. Πνίγεται κυνηγημένη στη θάλασσα. Από την άλλη πλευρά του Ρασκόλνικοβ το τέλος της ζωής του τον βρίσκει συμφιλιωμένο με τα θεία. Ο ίδιος ο Ρασκόλνικοβ δεν άντεχε τις ενοχές της συνείδησής του και παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία ομολογώντας τους δυο φόνους. Μετανιωμένος πια και αφού έχει καταδικαστεί, αρχίζει να διαβάζει το Ευαγγέλιο και νιώθει να απελευθερώνεται από τις τύψεις απόλυτα μετανιωμένος.
Συμπερασματικά, λοιπόν, είναι κοινή χριστιανική πίστη των δύο συγγραφέων αλλά η διαφορετική αντίληψή τους για τη θεϊκή τιμωρία (Χ. Τοπχαναλή)
Οι μαθητές Α. Στυλιανίδου και Θ. Τοπαλίδης παρουσιάζουν σε PowerPoint τα συμπεράσματα της συγκριτικής μελέτης της Φ. Κολίτση για τα δύο έργα δηλ. «Φόνισσα» και «Έγκλημα και τιμωρία» στον τριπλό άξονα:
Α) οι εκφάνσεις του κακού στον κόσμο και ο τρόπος αντιμετώπισής του από τον κεντρικό ήρωα του κάθε έργου (σελ. 26-27).
Β) το θέμα του ιδεοληπτικού φόνου, του φόνου δηλ. που διαπράττεται χωρίς προσωπικό κίνητρο (σελ. 32).
Γ) η σύγκρουση του ατόμου με την κοινότητα (σελ. 42-43).