Φιλόλογοι

Χρονολογικά, ο Α. Παπαδιαμάντης ως πεζογράφος εντάσσεται  στα πλαίσια της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (1880-1920). Η εσωτερική αναδιάρθρωση του κράτους που παρατηρείται από το 1881 από την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη συμβαδίζει με τη δημιουργική προσπάθεια για μια πιο συγχρονισμένη πνευματική ζωή. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται από τη μια πλευρά με τη στροφή προς τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού και την ανάπτυξη της Λαογραφίας (Νικόλαος Πολίτης) και την άλλη με τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας (Γ. Ψυχάρης. Το ταξίδι μου 1888).
Ειδικότερα η πεζογραφία την περίοδο αυτή κινείται στο χώρο της ηθογραφίας. Με τον όρο ηθογραφία εννοούμε τη στροφή των λογοτεχνών προς την ύπαιθρο με στόχο την περιγραφή και την απεικόνιση των ηθών και των εθίμων το ελληνικού λαού. Από τους κόλπους της ηθογραφίας θα προέλθουν δύο λογοτεχνικά ρεύματα, ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός.



«Ο ρεαλισμός είναι η λογοτεχνική πνευματική κίνηση που γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και εκφράζει την πραγματικότητα, την αντιρομαντική και αντιιδεαλιστική διάθεση. Ο όρος «ρεαλισμός»  προέρχεται από την λατινική λέξη res που σημαίνει το πράγμα, το αντικείμενο, realismus = πραγματικότητα, αντικειμενικότητα, η αλήθεια, ο πραγματισμός, η πραγματοκρατία. Ένα έργο λέγεται ρεαλιστικό όταν απεικονίζει, περιγράφει κ.τ.λ. την πραγματικότητα, τα πρόσωπα του έργου, τις πράξεις τους κ.τ.λ. έτσι όπως είναι χωρίς ωραιοποιήσεις, εξογκώσεις και εξιδανικεύσεις όπως επιβάλλει η αισθητική του ρομαντισμού η με κακοποιήσεις, αδιαφορία και δυσφορία όπως ο ιδεαλισμός. Όταν ένας συγγραφέας γράφει ένα ρεαλιστικό έργο τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ότι: α) τείνει στην αντικειμενικότητα, β) αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους, γ) απεικονίζει την καθημερινή ζωή και την πραγματικότητα, και δ) παρουσιάζει κοινές εμπειρίες. Επίσης ο ρεαλισμός αντιτίθεται στην υπερβολή της φαντασίας, του συναισθήματος και της ονειροπόλησης. Κάποτε  κάποιοι λογοτέχνες, για να αποδώσουν ρεαλιστικά ορισμένες καταστάσεις ζωής και συμπεριφοράς, δεν δίστασαν να απεικονίσουν εξονυχιστικές λεπτομέρειες σχετικές με ερωτικές σχέσεις και την βία.
Ο νατουραλισμός εμφανίζεται στη λογοτεχνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Προήλθε από προσπάθειες να αποδώσουν πιστότερα τον ρεαλισμό στο μυθιστόρημα και στο θέατρο. Οι τρεις παράγοντες που διαμόρφωσαν το νατουραλισμό ήταν: α) τα αποτελέσματα της εκβιομηχάνισης στην κοινωνία, τα οποία έδωσαν στους συγγραφείς θέματα για τα έργα τους , β) η εξέλιξη των επιστημών και κυρίως της βιολογίας, με τη διατύπωση της θεωρίας του Δαρβίνου περί της προέλευσης του ανθρώπου από τα ζώα αλλά και με τη θεωρία της κληρονομικότητας, που οδήγησε τους συγγραφείς να περιγράψουν την κτηνώδη φύση του ανθρώπου, όπως αυτή εκδηλώνεται κάτω από ιδιαίτερες καταστάσεις (πίεση, νευρική κρίση, επήρεια αλκοόλ) και γ) η εισαγωγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, της παρατήρησης, του πειράματος, κατά τη δημιουργία του λογοτεχνικού έργου. Όπως ένας επιστήμονας πειραματίζεται με το υλικό, έτσι και ο λογοτέχνης “πειραματίζεται” με τους ήρωές του. Παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους ανάλογα με την περίσταση. Έτσι, όταν ένας συγγραφέας γράφει ένα νατουραλιστικό έργο, αυτό πρέπει: α) να αναπαριστά την πραγματικότητα με ακρίβεια, με βάση την επιστημονική μέθοδο, β) να μην ωραιοποιεί τα πάντα, αλλά να περιγράφει λεπτομερώς τις δυσχερείς καταστάσεις των ανθρώπων, τέλος γ) ο στόχος των συγγραφέων ήταν μέσω της συμπόνιας να αφυπνίσουν συνειδήσεις, ώστε να καλυτερεύσει η ζωή των ανθρώπων.» (Χ. Τοσιακλάρ)
«Η Φόνισσα του Α. Παπαδιαμάντη εντάσσεται στο ρεύμα του νατουραλισμού γιατί ο αφηγητής παρουσιάζει τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, χωρίς να τις ωραιοποιήσει ή να τις συγκαλύψει. Περιγράφει τα πραγματικά γεγονότα χωρίς να επηρεαστεί από συναισθηματισμούς, με λεπτομερή ανάλυση των φόνων που  διαπράττει η Φραγκογιαννού. Γίνεται μελέτη της ψυχοσύνθεσης της Φραγκογιαννούς που εξαρτάται  τόσο από εξωτερικούς παράγοντες (κοινωνική καταπίεση, οικονομική ανέχεια, οικογενειακό περιβάλλον) όσο και από εσωτερικές παρορμήσεις, (σκληρότητα, μοχθηρότητα). Όλα αυτά της στερούν την ελευθερία της και την κάνουν να χάσει την  λογική. Ακόμα και έτσι όμως, δεν μπορούν να αιτιολογηθούν σε καμία περίπτωση οι αποτρόπαιες  πράξεις  της.
Κύριος  παράγοντας  που διαμόρφωσε  τον νατουραλισμό  είναι οι κοινωνικές αλλαγές  που επήλθαν από την εκβιομηχάνιση. Οι νατουραλιστές  προβληματίζονται με τις ταξικές διαφορές, έτσι και στη  Φόνισσα περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η εικόνα της φτώχειας του αγροτικού πληθυσμού της Σκιάθου (πενιχρά έπιπλα, πενιχρή κλίνη) σε  αντίθεση  με  τον  πλούτο  των αρχόντων του  νησιού.
Βασικό γνώρισμα του νατουραλισμού είναι η σημασία που αποδίδεται στην κληρονομικότητα, η οποία απαντά και στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: Σύμφωνα με την περιγραφή της είχε ανδροπρεπή χαρακτηριστικά και αγέρωχο φρόνημα. Επιπλέον, στο έργο η Φραγκογιαννού σχετίζεται με την μητέρα της και παρουσιάζεται σαν αυτήν: <<στρίγγλα >>, με <<μαγικές ιδιότητες>>, μέσω των βοτάνων που η ίδια έμαθε να χειρίζεται από τη μητέρα της. Επιπλέον, γίνεται αναφορά και στο Μούτρο, το γιό της, ο οποίος διέπραξε και αυτός έγκλημα <<εν βρασμώ ψυχής>>. Έτσι δημιουργείται ένας συσχετισμός της Φραγκογιαννούς με τη μητέρα της και το γιό της και τονίζεται με αυτόν τον τρόπο η <<κληρονομική διαδοχή του κακού>>.
Η  γυναίκα παρουσιάζεται ως σκλάβα  από την γέννησή  μέχρι το  θάνατό της. Όταν είναι  μικρή υπηρετεί τους  γονείς της, όταν  μεγαλώσει και παντρευτεί τον άντρα της, και στο τέλος τα εγγόνια  της. Αυτή θεωρεί η Χαδούλα ότι είναι η μοίρα της γυναίκας, η οποία είναι αναπόφευκτη.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό του νατουραλισμού που συναντάμε  στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι η επικράτηση του πιο ισχυρού: Η αδυναμία της γυναίκας εκείνη την εποχή να φέρει αντίρρηση σε αυτά που προσπαθούσαν  να της επιβάλλουν η οικογένεια της και ο άντρας της. Ανίσχυρη και άβουλη αρχικά η Φραγκογιαννού να προβάλλει  αντίσταση στην απόφαση των γονιών της, παντρεύεται, (εκουκουλώνεται) όπως λέει, στα 16 της χρόνια με προξενιό και δεν διεκδικεί  να της δώσουν μεγαλύτερη  προίκα οι γονείς της. Ώριμη  με δυναμική προσωπικότητα υπερισχύει του άβουλου συζύγου της. Η επικράτηση του ισχυροτέρου διαφαίνεται και στο κυνηγητό της Φραγκογιαννούς για να γλιτώσει από τους χωροφύλακες. Ακόμα φανερώνεται με τους φόνους  των ανυπεράσπιστων βρεφών από την ισχυρή Φόνισσα.» (Χ. Χατζηβασιλείου)
            «Τα νατουραλιστικά σημεία του κειμένου είναι πολλά, όπως: στο πρώτο κεφάλαιο του κειμένου, << έβλεπεν ότι  ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους...>>,  εννοώντας με αυτά τα λόγια πως η Φραγκογιαννού από μικρή είχε μία δύσκολη ζωή. Στο ίδιο κεφάλαιο όμως πάλι υπάρχει και άλλο ένα σημείο, <<Οι γονείς της την πάντρεψαν  με το Γιάννη το Φράγκο, άνθρωπο ανίκανο και άβουλο......φτωχό μαραγκό, και έχει αποχτήσει άλλα δυο κορίτσια κι ένα αγόρι.>>, με αυτές τις περιγραφές καταλαβαίνουμε πως η Φραγκογιαννού ήταν καταπιεσμένη και απόκληρη της κοινωνίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο ακόμα ένα σημείο, <<Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε....είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της>>, και αμέσως μετά η αφήγηση του συγγραφέα <<Αναρωτιέται μήπως οι άνθρωποι θα έπρεπε να βοηθούν το έργο του θανάτου....Διαπράττει το πρώτο έγκλημά της.>>. Στο 8ο κεφάλαιο υπάρχουν και άλλα σημεία όπως (ο δεύτερος φόνος της), <<Τι λευτεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, αν ίσως έπεφταν μες στη στέρνα κι εκολυμπούσαν!>>  και μερικές παραγράφους πιο κάτω: <<Η Φραγκογιαννού εσκέφθη: Θα φωνάξουν τάχα;... Θ’ ακουστή; Πού να ακουστή! .....Και δράξασα με τας δυο χείρας τα κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.>>. Η Φραγκογιαννού είναι ήδη παράλογη, είναι πια ψυχικά άρρωστη. Πιο μετά ακολουθεί ο τρίτος φόνος: <<Οι τύψεις και οι εφιάλτες της ταράζουν τον ύπνο, και μολαταύτα, σ’ αυτό το διάστημα διαπράττει άλλον ένα φόνο: πνίγει το νεογέννητο κορίτσι του βοσκού Γιάννη Λυρίγκου>>. Προς το τέλος του κειμένου η Φραγκογιαννού προσπαθεί να το σκάσει από τους δύο φρουρούς που την καταδιώκουν και μόλις φτάνει στην ακτή, προσπαθεί να ξεφύγει. Με εξονυχιστικές λεπτομέρειες ο Α. Παπαδιαμάντης καλύπτει την καταδίωξη, την προσπάθεια αποφυγής της σύλληψης και τον πνιγμό της ηρωίδας. (Μ. Τερσενίδου)
Η ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού εντάσσεται στις επιδιώξεις του νατουραλισμού. Ας δούμε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου όπως τα χρωμάτισε και τα κατέταξε η Χρ. Χατζηβασιλείου.

Στη «Φόνισσα» ο Παπαδιαμάντης συχνά «ξεστρατίζει» από τη χρονολογική αφήγηση των γεγονότων, χρησιμοποιεί πληθώρα αφηγηματικών τεχνικών και ευρημάτων, όπως αναδρομή, προοικονομία, επιβράδυνση, επιτάχυνση, όνειρα, φωτίζοντας άλλοτε το παρελθόν και άλλοτε τον ψυχικό κόσμο της Φραγκογιαννούς:
Ανάδρομη αφήγηση:
·         κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της
·         Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της.
·         Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα.
·         της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της
·         Ενθυμείτο ότι και άλλοτε συνέβη, η γραία μεταξύ γυναικών και γραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματος εκφραστικού της κεφαλής, εις ώρας καθ’ ας εγίνετο λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κορασίων, περί της σπάνεως, περί του ξενιτευμού και των υπέρμετρων απαιτήσεων των γαμβρών, περί των βασάνων όσα υπέφερε μία χριστιανή διά να αποκαταστήση «τ’ αδύνατα μέρη», τουτέστι τα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα.
Όνειρα: της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της
Προοικονομία: επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο
·         Έτσι του ’ρχεται τ’ ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!...
·         Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα...
·         Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ’ εκολυμπούσαν
·         Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα;
·         Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα
·         Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.
·         Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
Επιβράδυνση: Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με το μάγγανον, και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το εν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και εν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας…
Επιτάχυνση:Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν. Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός. Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας. Η μεγαλυτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξιάν της εσπέρας.
– Μα...!
Ο Παπαδιαμάντης είναι ο Παντογνώστης Αφηγητής. Γνωρίζει τις σκέψεις της ηρωίδας και τις πράξεις στις οποίες προβαίνει, καθώς και τα κίνητρα που την ωθούν σ’ αυτές τις πράξεις. Επιπλέον η αφήγησή του διαθέτει αντικειμενικότητα μια και παρουσιάζει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. Ακόμα και τις πιο άσχημες όψεις της ζωής τις παρουσιάζει χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια για να τις ωραιοποιήσει. Ο αφηγητής της ιστορίας της Φόνισσας είναι διακριτικός. Κρατά μία απόσταση από την ηρωίδα και προσπαθεί απλώς να δείξει τα πάθη της, να περιγράψει τη συμπεριφορά της, να παρουσιάσει μία κατάσταση χωρίς όμως να την κρίνει και να τη σχολιάζει, χωρίς να εγκρίνει τις πράξεις της ή να τις αποδοκιμάζει. Κάποια στιγμή όμως κάνει ευδιάκριτη την προσπάθειά του, με ιδιαίτερη διακριτικότητα να αποστασιοποιηθεί ή καλύτερα να διαφοροποιηθεί από τις θέσεις της ηρωίδας. Αυτό γίνεται αντιληπτό στο σημείο όπου η γριά Χαδούλα προσέχει το ασθενικό νεογέννητο εγγόνι της και παραμονεύει να δει τα συμπτώματα σπασμών που θα οδηγήσουν και στο θάνατό του. Σ’ εκείνο το σημείο ο αφηγητής παρεμβαίνει «πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε» και μ’ αυτήν του την παρέμβαση δείχνει την διαφοροποίηση του από τη Φραγκογιαννού. Αποδεικνύει ότι δεν συμμερίζεται τις θέσεις της. Πάνω απ’ όλα ο Παπαδιαμάντης είναι ψυχογράφος. Προσπαθεί να διεισδύσει στον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας του και να παρουσιάσει τις σκέψεις και τους διαλογισμούς της. Σαν αφηγητής αυτό το κατορθώνει παρουσιάζοντας κάποιες φορές τα πράγματα χωρίς τη δική του μεσολάβηση αλλά με τη φωνή και την οπτική της φόνισσας. Ο Παντογνώστης αφηγητής αποσύρεται και δίνει τη δυνατότητα στην ηρωίδα να εκθέσει τις σκέψεις της. Αυτό διαφαίνεται για παράδειγμα στο σημείο όπου εισέρχεται στην αυλή του Γιάννη του περιβολά και σχεδιάζει την δολοφονία των παιδιών του. Λέγοντας: «Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα και εκολυμπούσαν!» (Μ. Χαλεπλίδου)
Αν και η «Φόνισσα» γράφεται το 1903  δηλ. 15 χρόνια μετά «Το ταξίδι μου» του Γ. Ψυχάρη, η γλώσσα του Α. Παπαδιαμάντη είναι η λόγια καθαρεύουσα με κάποιες αποχρώσεις του σκιαθίτικου ιδιώματος.
Ο Α. Παπαδιαμάντης έχει θεωρηθεί από πολλούς ο θεμελιωτής του ελληνικού διηγήματος. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα διηγήματά του. Επιπλέον η Σκιαθίτικη καταγωγή του χαρίζει στο γραπτό του λόγο μια διαφορετικότητα αλλά και κάτι το πρωτότυπο, ένα χαρακτηριστικό τρόπο γραψίματος. Στα έργα του υπάρχουν κάποιες γλωσσικές ιδιορρυθμίες καθώς παρουσιάζει ένα ανακάτεμα της ντοπολαλιάς με τη λόγια γλώσσα. Το πιο δημοφιλές του διήγημα η «Φόνισσα»  λόγω της γλωσσικής του ιδιομορφίας καθίσταται δύσκολο για παιδιά μικρά σε ηλικία (π.χ. δημοτικού), μα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο για τους μαθητές του Λυκείου, καθώς θεωρείται η κατάλληλη ηλικία για να αρχίσει κανείς να διαβάζει και να καταλαβαίνει τα έργα του.
Πολλοί σκέφτηκαν πως θα μπορούσαν να τα απολαύσουν (όχι μόνο την Φόνισσα αλλά και τα υπόλοιπα έργα του) ακόμα πιο εύκολα αν «μεταφράζονταν», μα είναι φανερό πως αυτό που έγραψε δεν μπορεί να αποδοθεί ακριβώς στα νέα ελληνικά γιατί χάνεται το νόημα που αυτός θέλει να παρουσιάσει. Στην ηλικία των 15-16 πλέον υπάρχουν οι απαιτούμενες γνώσεις της αρχαίας ελληνικής και το κατάλληλο ανεπτυγμένο λεξιλόγιο για να καταλάβει κανείς. Πολλούς μαθητές είναι σίγουρο πως τους απωθεί η γλώσσα μα στο τέλος τους έλκει το θέμα και το περιεχόμενο του έργου.
Οι πολλές περιγραφές είναι το χαρακτηριστικό του διαχρονικού αυτού συγγραφέα, καθώς η μία ζωντανή εικόνα διαδέχεται την άλλη.  Η αρχαϊζουσα γλώσσα μπορεί αρχικά ν’ απωθεί τους μαθητές αλλά σίγουρα τους κερδίζει η σκιαθίτικη ντοπιολαλιά, η χυμώδης ρέουσα λαϊκή γλώσσα. Τέλος, η έκφραση του λόγου του Παπαδιαμάντη μπορεί να είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα, μα δεν είναι δύσκολο κανείς να την καταλάβει. Αφετέρου δε, η πλοκή συναρπάζει τόσο πολύ που σε κάποια στιγμή χάνεται κανείς μέσα στις εικόνες και στην μοναδικότητα των χαρακτήρων, που ξεχνά τις γλωσσικές ιδιομορφίες του κειμένου. (Ε. Τόλιου)
Υπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στους φιλολόγους για το αν θα πρέπει να μεταφράζονται τα κείμενα του Παπαδιαμάντη. Κατά την δική μου άποψη, μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε την αποδόμηση των κειμένων. Οι νέοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την καθαρεύουσα γλώσσα και την παραδοσιακή «ντοπιολαλιά» του Παπαδιαμάντη. Παρόλα αυτά όμως, η όποια δυσκολία δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα, καθώς τα κείμενα του Παπαδιαμάντη απευθύνονται κυρίως σε κοινό μεγάλης ηλικίας, γεγονός που σημαίνει ότι είναι υποχρέωσή μας να μπορούμε να κατανοήσουμε το κείμενο το οποίο διαθέτει κάποιες λέξεις πιο επιτηδευμένες απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στην καθημερινότητά μας. Ενδεχομένως η οποιαδήποτε παρέμβαση στα κείμενά του να έχει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά καθώς σημαντικό εργαλείο της γραφής του  Παπαδιαμάντη αποτελεί η καθαρεύουσα. (Η. Σωτηροπούλου)